- ῥαβδίων
- ῥαβδίονlittle rodneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάπλα — (I) η 1. μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα 2. πλατύ ύφασμα που απλώνεται κάτω από τις ελιές και τις αμυγδαλιές για το ευκολότερο μάζεμα τών καρπών τους που πέφτουν εκεί από τα χτυπήματα τών ραβδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τ. τού ανάπλι]. (II) η… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
Κοράνα, Χαρ Γκόμπιντ — (Har Gοbind Khorana, Παντζάμπ 1922 –). Αμερικανός βιοχημικός, ινδικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Παντζάμπ και, αφού βραβεύτηκε στη χώρα του, πραγματοποίησε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ (Αγγλία),… … Dictionary of Greek
κορδίτης — Άκαπνη εκρηκτική σκόνη, αποτελούμενη από βαμβακοπυρίτιδα, νιτρογλυκερίνη και βαζελίνη, η οποία διαλύεται σε ακετόνη, ξηραίνεται και παράγεται με τη μορφή ραβδίων, καφέ χρώματος. Τα ραβδία αυτά μπορούν να ποικίλουν σε διάμετρο από 1 5 χιλιοστά ή… … Dictionary of Greek
ξυλόφωνο — το είδος κρουστού οργάνου που αποτελείται από σειρά ξύλινων ραβδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)